- τασμανίτης
- ο, Νγεωλ. τύπος γαιάνθρακα με προσμίξεις ο οποίος έχει ενδιάμεση σύσταση μεταξύ καννελίτη και πετρελαϊκών σχιστολίθων, αλλ. λευκός γαιάνθρακας ή κίτρινος γαιάνθρακας.[ΕΤΥΜΟΛ. < αγγλ. tasmanite < Tasmania, νησί στον νότιο Ειρηνικό + κατάλ. -ite).
Dictionary of Greek. 2013.